ΑΝΤΡΑΣ:
Εγώ, σε όλη μου τη ζωή φοβόμουν τον θάνατο.
Η αρρωστοφοβία μου μού έγινε μανία.
Καθημερινά πονούσα.
Κολίτιδες, ημικρανίες,
πόνοι στο στομάχι, στο στήθος μου, στα πλευρά,
στα γόνατα, στην πλάτη, στους αγκώνες μου, παντού.
Είχαμε πει με τη γυναίκα μου να πάρουμε ένα ζωάκι,
γιατί δεν μπορούσαμε να κάνουμε παιδί,
αλλά εγώ ήμουν αλλεργικός σε όλα.
Στα σκυλιά, στις γάτες, στα χάμστερ,
ακόμα και στα ερπετά.
Και στα χρυσόψαρα και στα πουλιά.
Κι ήμουν σίγουρος πως θα πεθάνω σύντομα
από καρδιά ή εγκεφαλικό
ή από όγκο στο κεφάλι, στο συκώτι,
στα οστά, στα νεφρά, στους πνεύμονες…
Τελικά, ούτε καρδιά, ούτε καρκίνος, ούτε ανεύρυσμα.
Όπως γίνεται τις περισσότερες φορές πέθανα κατά λάθος.
Ανέβηκα σε μια σκάλα να κρεμάσω κάτι, γλίστρησα,
χτύπησα το κεφάλι μου σε μια γωνία του τραπεζιού
και… αυτό ήταν.
Εγώ δεν πίστευα στη μετά θάνατον ζωή.
Ήμουν άθρησκος και άθεος.
Και μια φορά που βρήκαμε με τη γυναίκα μου
ένα σπίτι σε μια όμορφη πλατεία,
δεν το πήραμε, γιατί είχε θέα σε μια εκκλησία
και με τις καμπάνες να χτυπάνε πρωί-πρωί…
Εγώ δεν πήγαινα στην εκκλησία,
παρά μόνο όταν ήμουν παιδί, με τους γονείς μου.
Εγώ πίστευα πως όταν φεύγουμε απ’ τη ζωή,
τίποτα, δεν πάμε πουθενά,
όταν πεθαίνουμε γινόμαστε ένα τίποτα.
Αυτό.
Και τέλος.
Και όλα αυτά που λένε τώρα για τα είκοσι-ένα γραμμάρια,
εντάξει, δε σημαίνουν πια και τίποτα το συγκλονιστικό.
Έκανα λάθος όμως και σ’ αυτό.
Γιατί εγώ σ’ όλη μου τη ζωή σκεφτόμουν τον θάνατο.
Και τώρα εδώ στον θάνατο βρήκα ένα καινούριο χόμπι:
τη ζωή.
Δεν ήθελα να ησυχάσω και να γίνω ένα τίποτα,
όπως το υπολόγιζα.
Απ’ τη στιγμή που πέθανα,
το μόνο που μ’ ένοιαζε ήταν να δω τι κάνει η γυναίκα μου.
Πώς ζει;
Όταν ήμασταν ζευγάρι δεν της έδινα και τόση σημασία.
Την είχα εντελώς γραμμένη,
για να λέμε και τα πράγματα με το όνομά τους.
Αλλά εκείνη με φρόντιζε σαν να ήμουν παιδί,
άλλωστε παιδιά-σκυλιά δεν είχαμε.
Και δεν τη ζήλευα παρόλο που ήταν όμορφη.
Πολύ.
Δεν την είχα ικανή για απιστία.
Ε, κι αν ήταν ικανή, δεν το έμαθα ποτέ.
Αλλά τώρα, που πέθανα,
ήθελα να είμαι συνεχώς κοντά της.
Και την έψαχνα, στις πόλεις, να τη βρω,
στους δρόμους, στα μαγαζιά.
Και μια φορά την πετυχαίνω έξω από ένα ταχυδρομείο.
Κι από εκείνη τη στιγμή δεν την αφήνω από τα μάτια μου.
Την παρακολουθώ, αλλά εκείνη δεν με βλέπει, δεν μπορεί.
Καταλαβαίνει κάτι,
μάλλον,
ένα παραπάτημα,
μια ανατριχίλα,
ένας ήχος,
μια φαγούρα στον λαιμό,
ένα προαίσθημα,
μια σκιά που κάνουν τα μάτια σου.
Αλλά δεν πάει το μυαλό της πως αυτό το κάτι είμαι εγώ.
Κανονικά θα έπρεπε να είναι απαρηγόρητη,
αλλά δεν ήταν.
Εγώ την έβλεπα να ετοιμάζει ήρεμη το πρωινό της,
να διαλέγει απ’ τη ντουλάπα τα ρούχα που θα βάλει,
να πηγαίνει στη δουλειά,
να χαιρετά τους συναδέλφους της, να τους χαμογελά,
να αφοσιώνεται σ’ εκείνες τις αρχαιολογικές της χαζομάρες,
να κρατάει σημειώσεις, να μιλάει στο τηλέφωνο,
να τρώει κάτι λίγο έπειτα, να παίρνει τον καφέ στο χέρι
και να κάνει μία βόλτα το απόγευμα στο πάρκο.
Να χαμογελάει στις πάπιες,
να πηγαίνει μετά στα μαγαζιά,
ν’ αγοράζει κάνα ρούχο ή κάτι φαγώσιμο,
να επιστρέφει σπίτι, να κάνει μπάνιο,
να τσιμπάει κάτι λίγο βλέποντας καμιά ταινία, μόνη,
ώσπου να την πάρει ο ύπνος μέχρι το επόμενο πρωί.
Δεν έδειχνε σημεία θλίψης.
Ναι, σημεία μοναξιάς μπορεί,
αλλά εγώ την έβλεπα συγκροτημένη.
Και τολμώ να πω, λίγο πιο όμορφη απ’ όταν ήμασταν μαζί.
Μπορεί να ήταν και ιδέα μου.
Αλλά εγώ περίμενα με αγωνία για να δω
πότε θα κάνει την επόμενή της σχέση.
Της την έπεφταν διάφοροι.
Ένας από το σουπερμάρκετ,
ένας φυσικός, ο υποδιευθυντής της,
μια παλιά της συμφοιτήτρια που τη γούσταρε από τη σχολή
και ένας ξένος που την είδε μια φορά στον δρόμο
και μετά την παρακολουθούσε διαρκώς
χωρίς ποτέ να μιλάει ή να την ενοχλεί.
Εκείνη δεν έδινε καμία σημασία σε κανέναν.
Ως εδώ όλα καλά.
Αλλά εγώ είχα ξεχάσει πώς τη λένε.
Το είχα ξεχάσει εντελώς.
Κι επειδή δεν μου ερχόταν με τίποτα το όνομά της,
αποφάσισα πως θα τη λέω Μόνικα.
Μου αρέσει το ιταλικό σινεμά,
μου αρέσει και η Μπελούτσι,
σε ποιον δεν αρέσει άλλωστε.
Δε μοιάζουν καθόλου, η γυναίκα μου με την Μπελούτσι,
αλλά τώρα πια τις λένε και τις δύο Μόνικα.
Εγώ ξενοκοιτάζω πού και πού
και τώρα ακόμα.
Πιο πολύ στον δρόμο, όταν είμαι με τη Μόνικα.
Κοιτάζω τις γυναίκες που περνούν δίπλα μας,
πιο νέες κάποιες, πιο ξανθές,
πιο όμορφες, πιο γυμνασμένες.
Θα μπορούσα να είχα παντρευτεί μια από αυτές,
σε άλλες συνθήκες.
Ποτέ δεν είναι αργά.
Γιατί παντρεμένος είσαι, λογικά,
μέχρι ο ένας από τους δύο να πεθάνει.
Δε λέει κάπου ότι πρέπει να είμαστε και μετά θάνατον μαζί.
Εντάξει όλα αυτά, αλλά εγώ, πώς να το πούμε τώρα,
ήμουν άνθρωπος της ρουτίνας, της συνήθειας.
Την είχα συνηθίσει τη γυναίκα μου,
με τον καιρό συνήθισα και τη ζωή της.
Πριν δεν ήξερα καλά-καλά τι έκανε ακριβώς,
ας πούμε, στη δουλειά της,
με ποιους μίλαγε, πριν πεθάνω,
τι μουσική της άρεσε ν’ ακούει απ’ το κινητό της,
πως κοκκίνιζαν τα χέρια της, είχε αλλεργία στην ντομάτα,
ή ποιον δρόμο περπατούσε για να φτάσει στον προορισμό της.
Τίποτα.
Τώρα την ήξερα απ’ έξω και ανακατωτά.
Η Μόνικα μια μέρα δεν σηκώθηκε από το κρεβάτι της.
Δεν ήταν άρρωστη.
Απλώς δεν ήθελε να σηκωθεί.
Τηλεφώνησε από το κινητό της στη δουλειά τους
είπε μια δικαιολογία,
πήρε έπειτα τα άλμπουμ φωτογραφιών
που φύλαγε στο κομοδίνο της
κι άρχισε να κοιτάει τη ζωή μας.
Και να κλαίει.
Στην αρχή το χάρηκα πολύ,
αλλά μετά, ας πούμε έτσι κι έτσι,
γιατί η Μόνικα συνέχισε να κλαίει.
Και εγώ, πρώτη μου φόρα την έβλεπα σ’ αυτό το χάλι.
Κι όταν ζούσα πάλι σπάνια μου έδειχνε τα συναισθήματά της.
Εντάξει, την είχα πιάσει να δακρύζει δυο-τρεις φορές,
αλλά πού να θυμάμαι τώρα ακριβώς τον λόγο.
Θες γιατί δεν είχαμε κάποιο ζωάκι
επειδή εγώ ήμουν αλλεργικός,
θες επειδή δεν κάναμε παιδί,
παρόλο που εκείνη το ήθελε.
Θες γιατί είχε παντρευτεί εμένα, πού να ξέρω;
Αλλά εγώ ήμουν το γραφτό της.
Και στο κάτω-κάτω αν δεν ήταν ευχαριστημένη ας έφευγε.
Μπορούσε.
Είχε τη δική της τη δουλειά, δικά της χρήματα.
Και το διαμέρισμα ακόμα ήταν στο δικό της όνομα,
«προικώον» όπως μου το τόνιζαν και τα πεθερικά μου.
Η Μόνικα συνέχισε να κλαίει
και εμένα όλο αυτό μου φάνηκε αιώνας,
μέχρι που σταμάτησε.
Έβαλε το άλμπουμ φωτογραφιών πίσω στο κομοδίνο
και άνοιξε την τηλεόραση.
Ήταν αναμενόμενο όλο αυτό,
και πάλι πολύ άργησε,
πολύ το καθυστέρησε.
Αλλά κι εγώ δεν είχα φύγει εντελώς,
δεν είχα χαθεί, ας πούμε.
Ήμουν δίπλα της.
Εκείνη βέβαια δεν το ήξερε.
Και οπωσδήποτε δεν ήμουν κι ακριβώς αυτός που ήμουν κάποτε.
Ήμουν κάτι άλλο.
Όμως κι εκείνη δεν ήταν ακριβώς αυτή που ήταν κάποτε.
Θα ήθελα να τρύπωνα στον ύπνο της να δω τι βλέπει.
Αλλά τι τα θες;
Και μετά θάνατον ακόμα τα όνειρα είναι απαραβίαστα.
Τις μέρες που ακολούθησαν,
η Μόνικα συνέχισε κανονικά το πρόγραμμά της,
τη ρουτίνα της.
Για μέρες, εβδομάδες, μήνες, χρόνια.
Κι εγώ πάντα δίπλα της εκεί,
για μέρες, εβδομάδες, μήνες, χρόνια.
Πήρε σύνταξη μετά.
Κάτι προβλήματα υγείας την ανάγκασαν να βγαίνει
όλο και λιγότερο από το διαμέρισμα.
Είχε προσλάβει μια κοπέλα για να τη βοηθάει λίγο στις δουλειές.
Της άρεσε η καθαριότητα στο σπίτι,
αλλά και στο σώμα, στα ρούχα.
Η κοπέλα που είχε βρει δεν ήταν και καμιά ωραία,
μία φοιτητριούλα, εκεί γύρω στα είκοσι, με σημαδάκια ακμής,
όχι πολύ φανατική με τη σχολή της
και χωρίς καμία γοητεία, μάλλον αδιάφορη.
Αλλά όλο και κάτι ψιλοέκλεβε από το σπίτι μας όταν μπορούσε.
Αυτά παθαίνεις όταν δεν υπάρχουν παιδιά
και είσαι αναγκασμένος να βασίζεσαι σε ξένον άνθρωπο,
αυτά είναι στο πρόγραμμα.
Ένα μικρό εγκεφαλικό μάς υποχρέωσε να μπούμε σε ίδρυμα.
Είχαμε όμως το δικό μας το δωμάτιο, ευτυχώς,
με θέα προς το δρόμο.
Η ίδια ζήτησε να είναι το δωμάτιο όσο το δυνατόν πιο χαμηλά.
Και τελικά μας έβαλαν στον πρώτο όροφο.
Βγαίναμε κάθε μέρα στο μπαλκόνι
και κοιτάζαμε τα αυτοκίνητα
να ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν.
Εγώ πάντα δίπλα της.
Όπου κοίταζε εκείνη, κοίταζα κι εγώ.
Κι όταν έπεφτε ο ήλιος πάνω μας, καμιά φορά,
κλείναμε και οι δυο τα μάτια μας,
ευτυχισμένοι.
Όταν πέθανε η Μόνικα,
σκέφτηκα πως θα συνεχίσουμε να είμαστε μαζί.
Και την περίμενα, αλλά δεν ήρθε.
Την έψαξα, δεν τη βρήκα, δεν μπορούσα να τη βρω.
Την έψαξα παντού, έβρισκα άλλους, αλλά τη Μόνικα πουθενά.
Ρωτούσα να μου πουν γι’ αυτήν, κανείς δεν ήξερε,
κανένας δεν την είχε δει, πουθενά, κανένας.
Πάει.
Αποφάσισα, μετά από καιρό,
να σταματήσω να την ψάχνω.
Είχαμε ζήσει μια ζωή μαζί.
Δεν χρειαζόταν να περάσουμε μαζί και την αιωνιότητα.
Κι έτσι σταμάτησα.