ΕΣΥ:
Τι λάσπη είναι αυτή;
Τι λασπουριά;
Επίτηδες το έκανες.
Έτσι δεν είναι;
Τι κοιτάς;
ΤΙ ΜΕ ΚΟΙΤΑΣ;
Επίτηδες το ’κανες!
Τα κατάφερες.
Με έκανες πάλι έτσι, σκατά.
Ξανά και ξανά και ξανά και ξανά.
Δεν φτάνει που έχω κολλήσει μαζί σου εδώ μέσα…
Να φύγεις, δεν με νοιάζει πού θα πας.
Μου ρουφάς τον αέρα.
ΦΥΓΕ!
Εξαφανίσου.
Χάσου να μη σε βλέπω.
Δεν σ’ αντέχω άλλο.
Αυτό που ’κανες σήμερα δεν θα σ’ το συγχωρήσω ποτέ.
Τ’ ακούς;
ΠΟΤΕ!
Όταν τελειώσει όλο αυτό θα φύγω εγώ, να το ξέρεις.
Και ξέρεις γιατί;
Γιατί, κάθε φορά που σε βλέπω, μου έρχεται να ξεράσω.
Μην πλησιάζεις!
Μη με πλησιάζεις.
Και μην τολμήσεις ν’ ανοίξεις το κωλόστομά σου
να μου ζητήσεις συγγνώμη.
Βαρέθηκα τις συγγνώμες σου.
Δεν θέλω ν’ ακούω τη φωνή σου.
Ούτε να σε βλέπω.
Από δω κι εμπρός θα κοιμάμαι στο σαλόνι.
Δεν μπορώ κοντά σου λεπτό.
Να μοιράσουμε το σπίτι στη μέση.
Αυτό πρέπει να γίνει.
Από δω εγώ, από κει εσύ.
Δεν είναι δυνατόν να μένουμε μαζί σ’ αυτή την τρύπα.
Καλά, και σε παλάτι να μέναμε,
πάλι θα ξέρναγα με τη βλακεία σου.
Μόνοι μας να ήμασταν στη γη, πάλι θα περίσσευες.
Από παντού περισσεύεις.
Περισσεύεις.
Έχεις ξεχειλώσει.
Ράψε λίγο το στόμα σου, που όλο τρως,
που τρως ό,τι βρεις.
Κοίτα!
Η κοιλιά σου,
ο κώλος σου,
τα βυζιά σου…
Κοίτα τα πώς κρέμονται!
Όλα κρέμονται.
Θες να λέγεσαι και γυναίκα, πανάθεμά σε.
Μην κλαις, γαμώτο μου, μην κλαις.
Μάζεψε τις μύξες σου.
Δεν σ’ αντέχω όταν κλαις.
Σκάσε πια.
Βούλωσ’ το.
Μας ακούνε οι γείτονες.
Έχουν στήσει αυτί και γελάνε μαζί μας.
Να πάνε να γαμηθούν κι αυτοί και όλοι τους!
Που άλλη δουλειά δεν έχουν
από το ν’ ασχολούνται με τους άλλους.
Πώς βρέθηκα εγώ σ’ αυτή την κατάσταση;
Μου λες;
Πώς μπόρεσα να πιστέψω για μια στιγμή
πως είσαι άνθρωπος;
Πως εσύ είσαι άνθρωπος;
Ένα ζώο και μισό είσαι!
Στα τέσσερα πρέπει να προχωράς.
ΣΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ!
Ζώον, ε ζώον!
Κουβέντα!
Δεν έχεις δικαιολογία για το σημερινό.
Μιλιά!
Τσιμουδιά!
Αν ακούσω ακόμα μία λέξη, θα σ’ αρχίσω στις ανάποδες.
Άχρηστη, ανίκανη.
Ένα τίποτα είσαι.
Ένα ασουλούπωτο πράμα, ατσούμπαλο.
Σε βλέπει ο κόσμος και γελάει.
Πώς σε φορτώθηκα εγώ, ο βλάκας;
Πώς μ’ έκανες να σ’ αγαπήσω;
Ο βλάκας!
Που έχεις τελειώσει ένα ψωροπανεπιστήμιο
και μου το παίζεις κάποια.
Όλα τα ζώα έχουν τελειώσει κάτι στις μέρες μας.
Και τι έκανες με το κωλόχαρτο που πήρες;
Βρήκες καμιά δουλειά της προκοπής;
Βρήκες εμένα, που σε παντρεύτηκα,
που σε φορτώθηκα.
Όλοι το ’λεγαν πως είσαι ένα τίποτα,
δεν τους άκουγα, ο βλάκας.
Δεν ντρέπομαι να το φωνάξω.
Είμαι ΒΛΑΚΑΣ, ΗΛΙΘΙΟΣ!
Μόνο ένας βλάκας θα ’ταν ακόμα παντρεμένος μαζί σου.
Κολλημένος μαζί σου σε πενήντα τετραγωνικά.
Κολλημένος μ’ εσένα.
Σαν να ’χω κολλήσει αρρώστια είναι, ψώρα!
Εσύ είσαι η αρρώστια.
Μην πεις λέξη και μην κλαις.
Κυρίως μην κλαις.
Μ’ ακούς;
Σκάσε, που να σε πάρει,
μας ακούει η γειτονιά, ηλίθια.
ΗΛΙΘΙΑ!
Δεν υπάρχει δικαιολογία για το σημερινό.
Μου τα ’βαλες σε καλό πιάτο,
έβαλες και καθαρό τραπεζομάντιλο να μου ρίξεις λάσπη στα μάτια.
Δεν έχεις δικαιολογία για το σημερινό.
Σήμερα κατάλαβα αυτό που έχω καταλάβει χρόνια τώρα,
πως δεν σου καίγεται καρφί για μένα.
Εδώ φαίνεται η αγάπη σου.
Μόνο τον εαυτούλη σου σκέφτεσαι.
Είμαι φυλακισμένος μαζί σου.
Φυλακή.
Με μια ανισσόροπη.
Με μια σκατένια, σκατόψυχη,
που δεν με νοιάζεται,
που σκέφτεται μόνο την πάρτη της.
Ο κόσμος χάνεται κι αυτή στην αρχοντοκοσμάρα της.
Επίτηδες δεν μου τα έκανες;
Πέσ’ το.
Παραδέξου το.
Λίγη ειλικρίνεια για μία φορά.
Με σιχαίνεσαι.
Κι εγώ σε σιχαίνομαι.
Κι εγώ.
Σε… σε…
Δεν έχω μισήσει άνθρωπο περισσότερο.
Έτσι και ψοφήσεις αύριο, ψοφίμι, πάρτι θα κάνω.
Ευτυχώς που δεν έχουμε παιδιά.
Που ήθελες και παιδί.
Να μ’ έχεις δεμένο, για πάντα.
Μη με πλησιάζεις.
Να μη σε βλέπω!
Πάρε κι αυτά από μπροστά μου.
Πάρ’ τα από μπροστά μου!
Τόσα χρόνια μου μαγειρεύεις,
δεν ξέρεις πως τα τρώω σκληρά;
Πόσες φορές μου ’χεις κάνει μακαρόνια;
Πόσες; Πεντακόσιες; Χίλιες;
Έτσι τα τρώω;
Σε ρωτάω.
Τι λαπάς είναι αυτό;
Τι λάσπη είναι αυτή;
Τι λασπουριά είναι αυτή;
Παίρνω που παίρνω κιλά, να τρώω κι αηδίες;
Φά’ τα εσύ.
ΦΑ’ ΤΑ!
Αν δεν ήθελες να μαγειρέψεις ας το έλεγες.
Αν βαριόσουν τόσο, να το ’λεγες, στόμα έχεις.
Θα τα έκανα μόνος μου.
Σιγά την επιστήμη, γαμώ τον αντίθεό μου.
Μακαρόνια σου ζήτησα, δεν σου ζήτησα καμιά σπεσιαλιτέ.
Δεν σου ζήτησα σαλιγκάρια γαλλικά.
Αυτά είναι πιο αηδιαστικά κι από σαλιγκάρια.
Λάσπη.
Λασπουριά.
Επίτηδες τα ’κανες έτσι,
παραδέξου το.
Για να μου γαμήσεις τα νεύρα.
Να μου χαλάσεις τη διάθεση.
Τα κατάφερες.
Ηλίθια.
Ηλίθια.
ΗΛΙΘΙΑ!